διοργανωτής

διοργανωτής
ο
θηλ. -τρια αυτός που διοργανώνει κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοργανωτής — ο αυτός που πραγματοποιεί τη διοργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • οργανωτής — ο, θηλ. οργανώτρια 1. αυτός που οργανώνει, αυτός που πραγματοποιεί την οργάνωση, διοργανωτής 2. βιολ. α) το μεσενδοδερμικό τμήμα τού ραχιαίου χείλους τού βλαστοπόρου κατά το στάδιο τού γαστριδίου στο έμβρυο τού βατράχου, αλλ. πρωταρχικός… …   Dictionary of Greek

  • πομπευτής — ο, ΝΑ [πομπεύω] 1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή 2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής αρχ. (ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο …   Dictionary of Greek

  • συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… …   Dictionary of Greek

  • Κούρτι, Τζιρόλαμο — (Girolamo Curti, Μπολόνια 1575 – 1632). Ιταλός ζωγράφος. Διετέλεσε μαθητής του Σπάντα και του Μπαλιόνι. Εργάστηκε στη Ρώμη, φιλοτεχνώντας τις νωπογραφίες του παλατιού του καρδιναλίου Λουντοβίκο Λουντοβίτσι, στην Πάρμα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση… …   Dictionary of Greek

  • Μαζοβιέτσκι, Ταντέους — (Tadeusz Mazowiecki, Πλοτσκ 1927 –). Πολωνός πολιτικός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ακαδημία Επιστημών της Βαρσοβίας. Το 1956 ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Λέσχης Καθολικών Διανοουμένων, καθώς και συνιδρυτής και αρχισυντάκτης του… …   Dictionary of Greek

  • Ντιαμπέλι, Άντον — (Anton Diabelli, Μάτζεε, Σάλτσμπουργκ 1781 – Βιέννη 1858). Αυστριακός μουσικός. Μαθητής του Μίκαελ Χάιντν στο Σάλτσμπουργκ, φανέρωσε πολύ σύντομα το μεγάλο ταλέντο του για το πιάνο καθώς και για άλλα μουσικά όργανα. Ικανός διοργανωτής μουσικών… …   Dictionary of Greek

  • Χαμδή μπέης, Οσμάν — (1842 – 1910). Τούρκος καλλιτέχνης και αρχαιολόγος. Σπούδασε στο Παρίσι ζωγραφική και όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τη Γαλλίδα σύζυγό του, το 1882 ίδρυσε Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία διηύθυνε ο ίδιος. Ταυτόχρονα, ως διοργανωτής της… …   Dictionary of Greek

  • Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… …   Dictionary of Greek

  • οργανωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που οργανώνει, αλλ. διοργανωτής: Οργανωτής της εκδρομής, της επιχείρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”